- βράχη
- βράχεαshallowsneut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek
намокноути — НАМОКН|ОУТИ (1*), ОУ, ЕТЬ гл. Пропитаться влагой, намокнуть: аще ѡбилно дождь сниде(т) на ню. [землю] и чресъ мѣры намокне(т). (ἐὰν... βραχῇ) ЖВИ XIV–XV, 99в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BRACHIA — I. BRACHIA Steph. Βραχεῖα, οὕτως ἠ Α᾿ραβιχὴ ςθάλαςςα καλεῖται. Ε᾿κλήθη δὲ διὰ τὸ εν ἀυτῇ βράχη εἰ̈ναι πλεῖςα. Verum non Arabicum tantum, sed et Aethiopicum mare βραχεῖαν ςθάλαςςαν dixêre. Inepti homines apud Ptolemaeum τραχεῖαν substituêre… … Hofmann J. Lexicon universale
SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… … Hofmann J. Lexicon universale
θαλασσοβράχη — θαλασσοβράχη, τά (Μ) βράχια τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βράχη, τα, συνηρημένος τ. τού βράχεα, τα «ρηχά νερά, τενάγη», ονομαστική πληθ. τού βράχος, το (< βραχύς με σημασία «ρηχός») απ όπου με μεταβολή γένους προήλθε ο τ. βράχος, ο] … Dictionary of Greek